-
1 κατα-σχέθω
(κατα-σχέθω) nur aor. II. zu κατέχω, mit verstärkter Bdtg, zurückhalten, anhalten, κατὰ δ' ἔσχεϑε λαὸν ἅπαντα, Od. 24, 530 u. öfter; κάσχεϑε Il. 11, 702; μόλις κατασχεϑόντες δρόμον Soph. El. 744; übertr., ὀργὰς εὐμενεῖς κατασχεϑεῖν Ant. 1185; κατέσχεϑε λέοντος ϑυμόν Eur. Herc. Fur. 1210; – Θορικόνδε κατέσχεϑον, sie hielten, steuerten auf Thorikos zu, H. h. Cer. 126; – halten, χειρὶ παιωνίᾳ κατασχεϑών Aesch. Suppl. 1052.
-
2 κατασχεθεῖν
A hold back,κατὰ δ' ἔσχεθε λαὸν ἅπαντα Od.24.530
; κάσχεθε ([dialect] Ep. for κατέσχεθε) Il.11.702;χειρὶ παιωνίᾳ κατασχεθών A.Supp. 1066
(lyr.); ; also ὀργάς, θυμὸν κατασχεθεῖν, Id.Ant. 1200, E.HF 1210 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασχεθεῖν
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий